- κριθάλευρο(ν)
- το ячменная мука
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κριθάλευρο — το (AM κριθάλευρον) αλεύρι παρασκευασμένο από κριθάρι … Dictionary of Greek
κριθάλευρο — το αλεύρι από κριθάρι, κριθαρίσιο αλεύρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν … Dictionary of Greek
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek
οινούττα — οἰνοῡττα, ἡ (Α) 1. είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και χρησίμευε ως τροφή τών κωπηλατών 2. είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. οἰνόεις*, εσσα, εν] … Dictionary of Greek
ουλομέτριον — οὐλομέτριον, τὸ (Α) μέτρο για κριθάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαί + μέτρον] … Dictionary of Greek
κρίθινος — η, ο που έγινε από κριθάρι (κριθάλευρο), κριθαρένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριθαρένιος, -ια, -ιο — κριθαρίσιος, αυτός που παρασκευάζεται από κριθάλευρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριθαρόψωμο — το άρτος από κριθάλευρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)